χτυπητός

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

και κτυπητός, -ή, -ό, Ν χτυπώ / κτυπώ
1. αυτός που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος (α. «χτυπητό αβγό» β. «χτυπητή ζύμη»)
2. (σχετικά με μέταλλα) σφυρήλατος
3. αυτός που έχει δεχθεί χτυπήματα, δαρμένος («τον έκαναν χτυπητό»)
4. αυτός που προξενεί εντύπωση, έντονος, ζωηρός (α. «χτυπητό χρώμα» β. «χτυπητό ντύσιμο» γ. «χτυπητή αντίφαση»)
5. (για λόγο) δριμύς, οξύς, καυστικός («τον κατηγόρησε με χτυπητά λόγια»)
6. το ουδ. ως ουσ. το χτυπητό
τρόπος επίχρισης, σοβατίσματος, με αλλεπάλληλες εκσφενδονίσεις κονιάματος ώστε να δημιουργηθεί αδρή επιφάνεια, αλλ. πεταχτό.