φατριασμός

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φατριασμός Medium diacritics: φατριασμός Low diacritics: φατριασμός Capitals: ΦΑΤΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: phatriasmós Transliteration B: phatriasmos Transliteration C: fatriasmos Beta Code: fatriasmo/s

English (LSJ)

v. φρατριασμός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, και φρατριασμός Μ φατριάζω / φρατριάζω]
συνωμοσία
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φατριάζω, στάση και δράση για τα συμφέροντα της φατρίας
2. δράση υπέρ ενός κόμματος, με υπέρβαση τών ορίων της νομιμότητας και της ευπρέπειας.