φατριασμός
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
v. φρατριασμός.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, και φρατριασμός Μ φατριάζω / φρατριάζω]
συνωμοσία
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φατριάζω, στάση και δράση για τα συμφέροντα της φατρίας
2. δράση υπέρ ενός κόμματος, με υπέρβαση τών ορίων της νομιμότητας και της ευπρέπειας.