φαυλοτριβής

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek (Liddell-Scott)

φαυλοτρῐβής: -ές, ὁ εἰς τὰ φαῦλα ἐντριβής, ὁ ἠσκημένος εἰς τὸ κακόν, ἡ κακόσχολος καὶ φαυλοτριβὴς τῶν ἀθέων ἀπόνοια Ἰσ. Πηλουσ. Ἐπιστ. 1, 439.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει εξασκηθεί, που είναι ειδικός στο κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. νεοτριβής].