φερέζωος

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέζωος Medium diacritics: φερέζωος Low diacritics: φερέζωος Capitals: ΦΕΡΕΖΩΟΣ
Transliteration A: pherézōos Transliteration B: pherezōos Transliteration C: ferezoos Beta Code: fere/zwos

English (LSJ)

φερέζωον, bringing life, Nonn. D.12.6.

German (Pape)

[Seite 1261] Leben bringend, gebend, Nonn. D. 12, 6.

Greek (Liddell-Scott)

φερέζωος: -ον, ὁ φέρων ζωήν, Νόνν. Διονυσ. 12. 6.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που δίνει ζωή, σωτήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ζωος (< ζωή), πρβλ. σαπρόζωος, φιλόζωος].