φερέσταχυς

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέστᾰχυς Medium diacritics: φερέσταχυς Low diacritics: φερέσταχυς Capitals: ΦΕΡΕΣΤΑΧΥΣ
Transliteration A: pheréstachys Transliteration B: pherestachys Transliteration C: ferestachys Beta Code: fere/staxus

English (LSJ)

υ, bearing ears of corn, αὖλαξ Nonn. D. 42.330, al.

German (Pape)

[Seite 1261] υ, Aehren tragend, Io. Gaz.

Greek (Liddell-Scott)

φερέστᾰχυς: υ, ὁ φέρων στάχυς, αὔλακα δὲ σπείρουσιν φερέσταχυν Νόνν. Διονυσ. 42. 330, κλπ.

Greek Monolingual

-υ, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει ή παράγει στάχυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + στάχυς (πρβλ. μεγαλόσταχυς)].