φερεπονία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, patience in toil or hardship, App.Prooemia 11,12, al., Iamb.Protr.21.κά.
German (Pape)
[Seite 1261] ἡ, Geduld in der Arbeit, im Ungemach, Appian. praef. 3.
Greek (Liddell-Scott)
φερεπονία: ἡ, τὸ φέρειν μεθ’ ὑπομονῆς τοὺς πόνους, Ἀππ. προοίμ. 11 καὶ 12, Εὐστ. Πονημάτ. 209. 20.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φερέπονος
η ιδιότητα του φερέπονου, καρτερικότητα.