φεψαλόομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., to be burnt to ashes, A.Pr.364.
Greek (Liddell-Scott)
φεψαλόομαι: Παθ., καίομαι καὶ μεταβάλλομαι εἰς τέφραν, κατακαίομαι, ἐφεψαλώθη κἀξεβροντήθη σθένος Αἰσχύλ. Πρ. 362· «πρηστὴρ κεραυνὸς φεψαλεῖ τὴν παρθένον» Νικήτ. Εὐγ. 5. 240.
Greek Monotonic
φεψᾰλόομαι: Παθ., καίγομαι και γίνομαι τέφρα (στάχτη), αποτεφρώνομαι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φεψᾰλόομαι,
Pass. to be burnt to ashes, Aesch. [from φέψᾰλος]