φεψαλόομαι

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φεψᾰλόομαι Medium diacritics: φεψαλόομαι Low diacritics: φεψαλόομαι Capitals: ΦΕΨΑΛΟΟΜΑΙ
Transliteration A: phepsalóomai Transliteration B: phepsaloomai Transliteration C: fepsaloomai Beta Code: feyalo/omai

English (LSJ)

Pass., to be burnt to ashes, A.Pr.364.

Greek (Liddell-Scott)

φεψαλόομαι: Παθ., καίομαι καὶ μεταβάλλομαι εἰς τέφραν, κατακαίομαι, ἐφεψαλώθη κἀξεβροντήθη σθένος Αἰσχύλ. Πρ. 362· «πρηστὴρ κεραυνὸς φεψαλεῖ τὴν παρθένον» Νικήτ. Εὐγ. 5. 240.

Greek Monotonic

φεψᾰλόομαι: Παθ., καίγομαι και γίνομαι τέφρα (στάχτη), αποτεφρώνομαι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φεψᾰλόομαι,
Pass. to be burnt to ashes, Aesch. [from φέψᾰλος]