φθινάω
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
or φθινέω, collat. form of φθίνω, fut. φθινήσω Gp.1.12.34: aor. ἐφθίνησα Hp.Epid.7.122, Luc. Par.57, (κατ-) Plu.2.117c: pf. ἐφθίνηκα Dsc.1 Praef.6, (κατ-) Plu. Cic.14.
German (Pape)
[Seite 1271] u. φθινέω, an der Auszehrung, Schwindsucht sterben, übh. hinschwinden, Luc. Paras. 57, l. d.
Russian (Dvoretsky)
φθινάω: или φθῐνέω погибать (ἀπὸ δυσουρίας Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνάω: ἢ -έω, ἰσοδύναμος τύπος τῷ φθίνω, μέλλ. φθινήσω (κοινῶς -ύσω) Γεωπον. 1. 12, 34· ἀόρ. ἐφθίνησα Ἱππ. 1240D, Λουκιαν. Παράσ. 57, (κατ-) Πλούτ. 2. 117C· πρκμ. ἐφθίνηκα (κατ-) ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 14.
Greek Monotonic
φθῐνάω: ή -έω, μέλ. -ήσω, ισοδ. τύπος του φθίνω, σε Λουκ.