φιλορνιθία
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ἡ, fondness for birds, Ar.Av.1300, Philostr. VA6.36.
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, Liebe zu den Vögeln, Ar. Av. 1289.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour pour les oiseaux.
Étymologie: φίλορνις.
Russian (Dvoretsky)
φιλορνῑθία: ἡ любовь к птицам Arph.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλορνῑθία: ἡ, ἡ πρὸς τὰ πτηνὰ ἀγάπη, Ἀριστοφ. Ὄρν. σ. 1300, Φιλόστρ. 273.
Greek Monolingual
ἡ, Α φίλορνις, -ιθος]
η αγάπη για τα πουλιά.
Greek Monotonic
φῐλορνῑθία: ἡ, αγάπη για τα πουλιά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
φῐλορνῑθία, ἡ,
fondness for birds, Ar. [from φίλορνις