φιλόχρονος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
German (Pape)
[Seite 1288] Zeit liebend, suchend, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόχρονος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν χρόνον, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν τῶν Ἀρειανῶν αἵρεσιν περὶ τῆς κατὰ χρόνον γεννήσεως τοῦ υἱοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 80Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
(σχετικά με την αίρεση τών Αρειανών για την χρονολογία γέννησης του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, δηλαδή τον Υιό) αυτός που του αρέσει να καθορίζει τον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρόνος (πρβλ. μακρόχρονος)].