φλέο

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. άλλη ονομασία του φυτού φλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. της λ. φλέως / φλέος κατά τα ουδ. (βλ. λ. φλέως)].