φλεγματίας
From LSJ
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
English (LSJ)
Ion. φλεγματίης, ου, ὁ,
A (φλέγμα 11.2) = φλεγματιαῖος (suffering from phlegm), Hp.Aër.10, Acut.34, etc.
2 one suffering from anasarca, Id.Epid.7.6.
German (Pape)
[Seite 1291] ὁ, ion. φλεγματίης, voll Schleim, daran leidend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμᾰτίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, (φλέγμα ΙΙ. 2) = τῷ προηγουμ., Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 287, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389, κλπ. 2) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, ὁ αὐτ. 1211C.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φλέγματος, -ου, ὁ, Α
1. φλεγματιαῖος
2. αυτός που πάσχει από ύδρωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. τραυματίας)].