ψυχορραγής

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχορρᾰγής Medium diacritics: ψυχορραγής Low diacritics: ψυχορραγής Capitals: ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: psychorragḗs Transliteration B: psychorragēs Transliteration C: psychorragis Beta Code: yuxorragh/s

English (LSJ)

ψυχορραγές, letting the soul break loose, hence lying at the last gasp, γυναῖκες ἐν τόκοις ψυχορραγεῖς E.IT1466.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l'âme ou la vie se brise, càd qui lutte avec la mort.
Étymologie: ψυχή, ῥήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχορραγής -ές [ψυχή, ῥήγνυμι] zieltogend.

German (Pape)

[ῡ], ές, die Seele vom Leibe losreißend, mit dem Tode ringend, γυναῖκες ἐν τόκοις ψυχορραγεῖς Eur. I.T. 1466.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχορρᾰγής: находящийся при последнем издыхании, умирающий (γυναῖκες ἐν τόκοις ψυχορραγεῖς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχορρᾰγής: -ές, γεν. έος, ὁ ψυχορραγῶν, ὁ διατελῶν ἐν τῇ ἐσχάτῃ τοῦ θανάτου ἀγωνίᾳ, ὁ ψυχομαχῶν, γυναῖκες ἐν τόκοις ψυχορραγεῖς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1466.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που ψυχορραγεί, ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ρραγής (< ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμορραγής].

Greek Monotonic

ψῡχορρᾰγής: -ές, γεν. -έος (ῥήγνυμι), αυτός που ψυχορραγεί, που ψυχομαχεί· απ' όπου, πνέω τα λοίσθια, σε Ευρ.

Middle Liddell

ψῡχορ-ρᾰγής, ές ῥήγνυμι
letting the soul break loose, hence lying at the last gasp, Eur.

English (Woodhouse)

at one's last gasp

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)