φονεύσιμος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
η, ον, that may be slain, Sch.BT Il.22.13.
German (Pape)
[Seite 1298] zu morden, Schol. Il. 22, 13.
Greek (Liddell-Scott)
φονεύσιμος: -η, -ον, ὃν δύναταί τις νὰ φονεύσῃ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 13.
Greek Monolingual
-η, -ον, ΜΑ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φονεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φονεύω + κατάλ. -σιμος (πρβλ. ἰάσιμος)].