φονεύσιμος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονεύσιμος Medium diacritics: φονεύσιμος Low diacritics: φονεύσιμος Capitals: ΦΟΝΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: phoneúsimos Transliteration B: phoneusimos Transliteration C: foneysimos Beta Code: foneu/simos

English (LSJ)

η, ον, that may be slain, Sch.BT Il.22.13.

German (Pape)

[Seite 1298] zu morden, Schol. Il. 22, 13.

Greek (Liddell-Scott)

φονεύσιμος: -η, -ον, ὃν δύναταί τις νὰ φονεύσῃ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 13.

Greek Monolingual

-η, -ον, ΜΑ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φονεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φονεύω + κατάλ. -σιμος (πρβλ. ἰάσιμος)].