φορβαδικός
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
φορβαδική, φορβαδικόν, characteristic of the 'herd', ὅσον ἔνεστι τῇ ψυχῇ φ. καὶ ἀγελαῖον καὶ ἀξύνετον λόγου Plu.2.713b.
German (Pape)
[Seite 1299] in Heerden weidend, neben ἀγελαῖος Plut. Symp. 7, 8,4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les troupeaux, de troupeau.
Étymologie: φορβή.
Greek (Liddell-Scott)
φορβᾰδικός: -ή, -όν, ἐπὶ ἵππων, ὁ ἐν λειμῶνι τρεφόμενος, ὅσον ἔνεστι τῇ ψυχῇ φορβαδικὸν καὶ ἀγελαῖον Πλούτ. 2. 713Β· πρβλ. φορβάς.
Russian (Dvoretsky)
φορβᾰδικός: живущий стадами, стадный Plut.