φρεναπατώ
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
Greek Monolingual
(I)
-άω, ΜΑ
εξαπατώ, ξεγελώ, πλανεύω («περιενόστει φρεναπατῶν τοὺς πολλούς», Ευστ.)
μσν.
(σχετικά με γυναίκα) αποπλανώ
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «φρεναπατᾷ
χλευάζει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἀπατῶ, -άω].
(II)
-έω, Α
φρεναπατῶ (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του φρεναπατῶ (Ι), κατά τα συνηρημένα σε -ῶ / -έω].