φρενοσπληνικός

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
φρ. «φρενοσπληνικός σύνδεσμος»
ανατ. μικρή περιτοναϊκή πτυχή, που εκτείνεται μεταξύ του άνω άκρου της σπλήνας και του περιτοναίου του διαφράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + σπλήνα / σπλήν. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].