φυλλῖτις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ, hart's-tongue, Scolopendrium officinale, Dsc.3.107.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
βοτ. είδος φυτού, πιθ. το σκολοπένδριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. θαμνῖτις)].
German (Pape)
ἡ,
1 fem. zu φυλλίτης.
2 eine aus lauter Blättern bestehende Pflanze, Hirschzunge, asplenium scolopendrium, Diosc.