Full diacritics: φυρόχρωμος | Medium diacritics: φυρόχρωμος | Low diacritics: φυρόχρωμος | Capitals: ΦΥΡΟΧΡΩΜΟΣ |
Transliteration A: phyróchrōmos | Transliteration B: phyrochrōmos | Transliteration C: fyrochromos | Beta Code: furo/xrwmos |
φυρόχρωμον, dub. sens. (of the colour of a cow), PBaden19.5 (ii A. D.).
-ον, Α
(λ. αμφβλ. σημ.) αυτός που έχει το χρώμα του δέρματος βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό-χρωμος, ποικιλόχρωμος].