φυρόχρωμος

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρόχρωμος Medium diacritics: φυρόχρωμος Low diacritics: φυρόχρωμος Capitals: ΦΥΡΟΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: phyróchrōmos Transliteration B: phyrochrōmos Transliteration C: fyrochromos Beta Code: furo/xrwmos

English (LSJ)

φυρόχρωμον, dub. sens. (of the colour of a cow), PBaden19.5 (ii A. D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(λ. αμφβλ. σημ.) αυτός που έχει το χρώμα του δέρματος βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό-χρωμος, ποικιλόχρωμος].