φυσητός
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
English (LSJ)
φυσητή, φυσητόν,
A blown, blown out, ὕελος φυσητή Herod.Med. ap.Orib.5.30.32.
II φυσητόν, τό, fan for kindling the fire, IG22.1388.77.
German (Pape)
[Seite 1317] adj. verb. von φυσάω, geblasen, aufgeblasen, τὸ φυσητόν, ein Fächer zum Anfachen des Feuers, Böckh Ath. Staatshaush. II p. 308.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., φυσηθείς, πεφυσημένος, φουσκωμένος, φουσκωθεὶς δι’ ἀέρος, ὕελος φυσητὴ Ἡρόδ. παρ’ Ὀρειβασίῳ 79 Matth. II. φυσητόν, τό, ὡς τὸ φυσητήριον, ῥιπίδιον χρήσιμον εἰς φύσησιν τοῦ πυρὸς, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 48.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυσητός, -ή, -όν, ΝΜΑ φυσῶ
αυτός που έχει κατασκευαστεί με φύσημα (α. «φυσητό γυαλί» β. «ὕελος φυσητή», Ηρόδ. Ιατρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φυσητόν
αντικείμενο με το οποίο φυσούν τη φωτιά.