φωνομαχία
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ἡ, dispute about words, Ptol.Judic. 9.
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ, Wortstreit, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
φωνομᾰχία: ἡ, ἔρις, φιλονεικία περὶ λέξεων, λογομαχία, Πτολεμαῖος.