φωτιστικός
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
φωτιστική, φωτιστικόν, illuminating, Ascl. in Metaph.323.11, Sch.E.Hipp.192; φ. δύναμις τοῦ ἡλίον Ammon. in Int.133.2, cf. Dam.Pr.96; τὸ φ. τοῦ πυρός Eustr. in EN117.7. Adv. φωτιστικῶς Eust.161.19.
German (Pape)
[Seite 1323] erleuchtend, erhellend, Schol. Eur. Hipp. 191.
Greek (Liddell-Scott)
φωτιστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα τοῦ φωτίζειν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 191. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 161. 19.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φωτιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φωτίζω
αυτός που έχει την ιδιότητα να φωτίζει, να παρέχει φως
νεοελλ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται για την παροχή φωτός («φωτιστικό πετρέλαιο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το φωτιστικό
κάθε αντικείμενο με πηγή φωτός, το οποίο χρησιμεύει για τον φωτισμό ενός κλειστού χώρου
3. φρ. «φωτιστική συσκευή» — το φωτιστικό
αρχ.
εκκλ. αυτός που έχει την ιδιότητα να παρέχει πνευματικό φως («τὴν ἁγιαστικὴν καὶ φωτιστικὴν ζωήν», Αθανάσ.).
επίρρ...
φωτιστικώς / φωτιστικῶς, ΝΜ, και φωτιστικά Ν
νεοελλ.
από την άποψη του φωτισμού
μσν.
με πολύ φως.