χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Full diacritics: φωτουλκός | Medium diacritics: φωτουλκός | Low diacritics: φωτουλκός | Capitals: ΦΩΤΟΥΛΚΟΣ |
Transliteration A: phōtoulkós | Transliteration B: phōtoulkos | Transliteration C: fotoulkos | Beta Code: fwtoulko/s |
φωτουλκόν, (ἕλκω) drawing, i.e. admitting, light, ἄνοιγμα TAM2.174C14 (Sidyma).
-όν, Α
αυτός που έλκει, που δέχεται το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -ουλκός (< ὁλκή / ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφουλκός, τοξουλκός].