χάλανδρον

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλανδρον Medium diacritics: χάλανδρον Low diacritics: χάλανδρον Capitals: ΧΑΛΑΝΔΡΟΝ
Transliteration A: chálandron Transliteration B: chalandron Transliteration C: chalandron Beta Code: xa/landron

English (LSJ)

κράββατον, Hsch.; cf. χαλάδριον.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «κράββατον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του χαλάδριον, με έρρινο ένθημα -ν- πριν από το επίθημα].