εὐχάριτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, freq.v.l. for εὐχάριστος, as in Arist.HA 592b24.
German (Pape)
[Seite 1108] dasselbe, ὀρνίθιον Arist. H. A. 8, 3, wo Bekker εὔχαρι aufgenommen hat; den superlat. εὐχαριτώτατος s. unter εὔχαρις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agréable;
Cp. εὐχαριτώτερος.
Étymologie: εὖ, χάρις.
Russian (Dvoretsky)
εὐχάρῐτος: Arst. v.l. = εὔχαρις.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχάρῐτος: -ον, συχν. διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ προηγ., ὡς ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5.
Greek Monolingual
εὐχάριτος, -ον (Α)
δ. γρφ. αντί ευχάριστος.