χαλκόθροος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
χαλκόθροον, ringing with or like bronze, Nonn. D. 13.48.
German (Pape)
[Seite 1331] ehern tönend, ἠχώ, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόθροος: -ον, ὁ ἠχῶν ὡς χαλκός, ὁ ἐκπέμπων ἦχον προερχόμενον ἐκ χαλκοῦ, Νόνν. Διονυσ. 13. 48· ὁ χαλκόθροος Ἄρης Νικήτ. Εὐγέν. 5. 424.
Greek Monolingual
-ον, και συνηρ. τ. χαλκόθρους, -ουν, ΜΑ
χαλκόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -θροος / -θρους (< θρόος / θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. κακό-θροος / -θρους, οἰωνό-θροος].