χαραδρώδης
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
χαραδρῶδες,
A full of gullies, τόποι Dsc.4.57.
2 of a torrent, τὰ χ. ὕδατα Str.14.1.43.
German (Pape)
[Seite 1335] ες, wie eine χαράδρα, voll von Klüften, Hohlwegen od. Gießbächen.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰραδρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς χαράδραν, πλήρης χαραδρῶν ἢ λάκκων, Ἱππ. παρ᾿ Ἐρωτιαν.· τόποι Διοσκ. 4. 57. 2) ὁ ανήκων εἰς χείμαρρον, χ. ὕδατα Στράβ. 649.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΜΑ χαράδρα
γεμάτος χαράδρες
αρχ.
1. ο όμοιος με χαράδρα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε χαράδρα.