χαρακτικός

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαράκτη ή στην χάραξη εικόνων ή σχεδίων πάνω σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο
2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτική
α) η τέχνη του χαράκτη, η αποτύπωση επιγραφών, σχεδίων ή εικόνων σε μόνιμη μήτρα για την παραγωγή αντιτύπων
β) ιδιαίτερο καλλιτεχνικό είδος που βασίζεται στη φιλοτέχνηση έργων με την παραπάνω τεχνική
3. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτικό έργο χαρακτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράσσω. Το θηλ. χαρακτική μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].