χαριστέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must humour, τινι Pl.Phdr.227c.
II one must give freely, opp. ἀνταποδοτέον, Arist.EN1164b32; οὐ πάντα πᾶσιν χ. Ph. 1.253.
Greek (Liddell-Scott)
χαριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χαρίζομαι, δεῖ χαρίζεσθαι, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 227C. ΙΙ. πρέπει τις νὰ χαρίσῃ, ἀντιθετ. τῷ ἀνταποδοτέον, Ἀριστ. Ἠθ. Ἠθ. Νικ. 9. 2, 3· - χαριστέος, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ χαρίσῃ, Φίλων 1. 253.
Greek Monotonic
χαριστέον: ρημ. επίθ. του χαρίζομαι·
I. κάποιος που πρέπει να χαριστεί, τινί, σε Πλάτ.
II. αυτός που πρέπει να χαριστεί, σε Αριστ.