χαριστέον

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰριστέον Medium diacritics: χαριστέον Low diacritics: χαριστέον Capitals: ΧΑΡΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: charistéon Transliteration B: charisteon Transliteration C: charisteon Beta Code: xariste/on

English (LSJ)

A one must humour, τινι Pl.Phdr.227c.
II one must give freely, opp. ἀνταποδοτέον, Arist.EN1164b32; οὐ πάντα πᾶσιν χ. Ph. 1.253.

Greek (Liddell-Scott)

χαριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χαρίζομαι, δεῖ χαρίζεσθαι, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 227C. ΙΙ. πρέπει τις νὰ χαρίσῃ, ἀντιθετ. τῷ ἀνταποδοτέον, Ἀριστ. Ἠθ. Ἠθ. Νικ. 9. 2, 3· - χαριστέος, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ χαρίσῃ, Φίλων 1. 253.

Greek Monotonic

χαριστέον: ρημ. επίθ. του χαρίζομαι·
I. κάποιος που πρέπει να χαριστεί, τινί, σε Πλάτ.
II. αυτός που πρέπει να χαριστεί, σε Αριστ.