χειροσφαίριση

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(αθλ.) αθλητικό αγώνισμα που μοιάζει με το ποδόσφαιρο, αλλά στο οποίο η μπάλα παίζεται με τα χέρια και σε μικρότερο γήπεδο, από δύο ομάδες απαρτιζόμενες η καθεμιά από 7 ή από 11 παίκτες, κν. χάντμπολ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hand ball < hand «χέρι» + ball «μπάλα, σφαίρα»].