Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
[Seite 1348] lakon. = χελύω, χελύσσω.
Α
(κατά τον Ησύχ.) βήχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. ενός αμάρτυρου ρ. χελύω, σχηματισμένου από τη λ. χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος». Για την εναλλαγή -υ- / -ου-, πρβλ. χέλυς: χέλους, χελύσσω: χελούσσω].