χελούω

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

German (Pape)

[Seite 1348] lakon. = χελύω, χελύσσω.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) βήχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. ενός αμάρτυρου ρ. χελύω, σχηματισμένου από τη λ. χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος». Για την εναλλαγή -υ- / -ου-, πρβλ. χέλυς: χέλους, χελύσσω: χελούσσω].