χιλόω

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χιλόω Medium diacritics: χιλόω Low diacritics: χιλόω Capitals: ΧΙΛΟΩ
Transliteration A: chilóō Transliteration B: chiloō Transliteration C: chiloo Beta Code: xilo/w

English (LSJ)

fodder, διὰ τὸν φόβονἐχίλου τοὺς ἵππους, i.e. did not suffer them to graze, X. An. 7.2.21; — Pass., to be stall-fed, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1356] auf die Weide treiben, weiden lassen, Xen. An. 7, 2,21.

French (Bailly abrégé)

χιλῶ :
mener au fourrage, au vert, au pré, acc..
Étymologie: χιλός.

Russian (Dvoretsky)

χῑλόω: вести на пастбище, пасти (τοὺς ἵππους Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

χῑλόω: μέλλ. ώσω, ἐφοδιάζω μὲ χιλόν, τρέφω μὲ κεκομμένην χλωρὰν πόαν, διὰ τὸν φόβον .. ἐχίλου τοὺς ἵππους, δηλ. δὲν ἄφινεν αὐτοὺς νὰ βόσκωνται ἐν τοῖς ἀγροῖς (πρβλ. χιλός), Ξεν. Ἀν. 7. 2, 21· - Παθ., τρέφομαι, ἐν φάτνῃ «χιλοῦσθαι· παχύνεσθαι, σιτίζεσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monotonic

χῑλόω: μέλ. -ώσω, εκτρέφω, τρέφω άλογα σε στάβλο, σε Ξεν.

Middle Liddell

χῑλόω, fut. -ώσω [from χιλός
to feed horses in stall, Xen.