χλοόμορφος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
χλοόμορφον, like grass, greenish, ib.84.6.
German (Pape)
[Seite 1359] wie Gras gestaltet, grüngelb aussehend, Orph. H. 83, 6.
Greek (Liddell-Scott)
χλοόμορφος: -ον, ὅμοιος πρὸς χλόην, πρασινωπός, Ὀρφ. Ὕμν. 83. 6.
Greek Monolingual
-ον, Α
όμοιος με χλόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ἀνθρωπόμορφος, γυναικόμορφος].