χνουδάτος

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός του οποίου η επιφάνεια καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός («χνουδάτο ύφασμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. -άτος (πρβλ. μελάτος, χιονάτος)].