δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Full diacritics: χορτονομή | Medium diacritics: χορτονομή | Low diacritics: χορτονομή | Capitals: ΧΟΡΤΟΝΟΜΗ |
Transliteration A: chortonomḗ | Transliteration B: chortonomē | Transliteration C: chortonomi | Beta Code: xortonomh/ |
ἡ, green crops grown for fodder, PTeb.61 (a).192, al. (ii B. C.), POxy.918 xi 10 (ii A. D.).
η, ΝΜΑ
χόρτο με το οποίο τρέφονται τα ζώα
αρχ.
βοσκότοπος, λιβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + νομή (< νέμω), πρβλ. χερσονομή.