χρηστήρ
From LSJ
English (LSJ)
χρηστῆρος, ὁ, = χρήστης 1, Choerob. in Theod.1.262H., al.
German (Pape)
[Seite 1375] ῆρος, ὁ, = χρηστής, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστήρ: ῆρος, ὁ, «ὁ παρέχων χρησμοὺς» Χοιροβοσκ. 2. 431, 35 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που δίνει χρησμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τήρ, και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. του τ. βλ. λ. χρή)].