χρηστήρ

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστήρ Medium diacritics: χρηστήρ Low diacritics: χρηστήρ Capitals: ΧΡΗΣΤΗΡ
Transliteration A: chrēstḗr Transliteration B: chrēstēr Transliteration C: christir Beta Code: xrhsth/r

English (LSJ)

χρηστῆρος, ὁ, = χρήστης 1, Choerob. in Theod.1.262H., al.

German (Pape)

[Seite 1375] ῆρος, ὁ, = χρηστής, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστήρ: ῆρος, ὁ, «ὁ παρέχων χρησμοὺς» Χοιροβοσκ. 2. 431, 35 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που δίνει χρησμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τήρ, και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. του τ. βλ. λ. χρή)].