χρονοδιακόπτης

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ηλεκτρολ.) αυτόματη, ηλεκτρομηχανική συνήθως, διάταξη, κατάλληλη για τη διακοπή, αποκατάσταση ή μεταγωγή ηλεκτρικών κυκλωμάτων μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + διακόπτης, απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. time-switch < time «χρόνος» + switch «διακόπτης»].