χρονοδιακόπτης

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ηλεκτρολ.) αυτόματη, ηλεκτρομηχανική συνήθως, διάταξη, κατάλληλη για τη διακοπή, αποκατάσταση ή μεταγωγή ηλεκτρικών κυκλωμάτων μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + διακόπτης, απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. time-switch < time «χρόνος» + switch «διακόπτης»].