χρυσόθριξ
From LSJ
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, golden-veined, streaked with gold, λᾶε Orph. L. 292.
German (Pape)
[Seite 1380] τριχος, goldhaarig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσᾶς τρίχας, χρυσῆν κόμην, Ὀρφ. Λιθ. 288.
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) χρυσομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πυκνόθριξ].