ψευδόστομος
From LSJ
English (LSJ)
ψευδόστομον, having false or blind mouths, name of a river in India, Ptol. Geog.7.1.8, al.; ψ. στόμα = ψευδόστομα, ib.4.5.5, 3.10.2, al.: hence τὸ Ψ. as pr. n., D.S.20.75.
German (Pape)
[Seite 1395] falsch redend, lügend, Sp. – Bei D. Sic. 20, 75 ist ψευδόστομον = ψευδόστομα.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόστομος: -ον, ἐπὶ ποταμοῦ, ὁ ἔχων ψευδῆ ἢ πεφραγμένα στόματα, Πτολ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ψευδόστομος, -ον, ΝΑ
(για ποταμό) αυτός που έχει φραγμένο ένα ή περισσότερα στόμια
νεοελλ.
φρ. «ψευδόστομος αμφορέας» — αμφορέας του οποίου το στόμιο είναι διακοσμητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -στομος (< στόμα)].