ψευδόχρυσος
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ὁ,
A a false chrysolite, D.S.2.52 (ψευδοχρυσολίθους cj. Salmasius).
ψευδόχρῡσος, ον, of mock gold, Plu.2.50a.
German (Pape)
[Seite 1395] von unächtem Golde, aussehend wie Gold, σκεῦος, neben κίβδηλος, Plut. discr. am. et adul. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui imite l'or, litt. qui a un faux air d'or.
Étymologie: ψευδής, χρυσός.
Russian (Dvoretsky)
ψευδόχρῡσος: из поддельного золота или кажущийся золотым (τὰ σκεύη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόχρῡσος: -ον, ὁ ἐκ ψευδοῦς ἢ κιβδήλου χρυσοῦ πεποιημένος, Πλούτ. 2. 50Α.
Greek Monolingual
ο / ψευδόχρυσος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(μετλργ.) κράμα χαλκού και ψευδαργύρου, που δίνει την εντύπωση χρυσού
II (αρχ) (για σκεύη) κατασκευασμένος από νοθευμένο χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + χρυσός.