ψευστήρ
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ψευστῆρος, ὁ, = ψεύστης (liar, cheat), Man. 4.119.
German (Pape)
[Seite 1396] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Maneth. 4, 119.
Greek (Liddell-Scott)
ψευστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπόμ., Μανέθων 4. 119.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ- του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + επίθημα -τήρ].