ψηφοβόλον
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
τό, dice-box, Suid. s.v. τάβλα.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοβόλον: τό, ἀγγεῖον ἐξ οὗ ἐρρίπτοντο αἱ ψῆφοι ἐν τῷ κυβεύειν, Λατ. fritillus, Βυζ., πρβλ. κημός.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
κεράτινο αγγείο μέσα στο οποίο κουνούσαν και ανακάτευαν τις ψηφίδες για ψηφομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -βόλον (< βάλλω), πρβλ. πυροβόλον].
German (Pape)
τό, ein Becher von Horn, in dem die Würfel geschüttelt wurden, ehe man sie in den κημός warf, fritillus, Vetera Lexica.