ψηφοθέτης
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ψηφοθέτου, ὁ, maker of tessellated pavements, Glossaria; written ψηφοδέτας in Epigr.Gr.532 (Perinthus):—hence ψηφοθετέω, make tessellated pavements, JRS 18.171 (Gerasa), Glossaria; and ψηφοθέτημα, ατος, τό, the work itself, ib.
German (Pape)
[Seite 1397] ὁ, der Steine einlegt, eingelegte od. Mosaikarbeit von kleinen Steinchen macht, bes. der Fußböden mit kleinen, farbigen Steinchen auslegt, Gloss., tesselator, tesselarius.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοθέτης: -ου, ὁ, ὁ κατασκευάζων ψηφοθέτημα ἢ μωσαϊκὸν διὰ λιθαρίων, Λατ. tessellator, tessellarius, ὅπερ φέρεται ψηφοδέτης ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2025· - ἐντεῦθεν, ψηφοθετέω, καλύπτω τὸ ἔδαφος διὰ ψηφοθετήματος, ψηφοθέτημα, τό, ψηφιδωτὸν ἔδαφος ἢ μωσαϊκόν, ἅπαντα ἐν Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 272.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ψηφιδογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -θέτης (< τίθημι), ὁροθέτης.