ψηφολόγος
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ον, playing juggling tricks, juggler, Suid.
German (Pape)
[Seite 1398] 1) Taschenspielerei treibend, Taschenspieler, Suid. u. Sp. – 2) eingelegte Arbeit machend, Mosaikarbeiter.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφολόγος: -ον, ὁ παριστάνων θαύματα ταχυδακτυλουργικά, θαυματοποιός, «ψηφολόγοι εἰσὶν οἱ ψηφοπαῖκται» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) α) «ὁ ψηφοπαίκτης»
β) «ψηφολόγοι οἱ λόγον καὶ φροντίδα ποιούμενοι τῆς διὰ τῶν ψήφων ἀπάτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -λόγος].