ψιλώθριον
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
v. ψίλωθρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α ψίλωθρον
το φυτό άγρια άμπελος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψιλώθριον -ου, τό [ψιλόω] ontharingsmiddel.