ψοφοειδής
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ψοφοειδές, noise-like, φωνήεντα D.H.Comp.16. Adv. ψοφοειδῶς f.l. for ψοφοδεῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1401] ές, geräuschähnlich, geräuschvoll, adv. ψοφοειδῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψοφοειδής: -ές, θορυβώδης, παράγων ἦχον, ἠχηρός, φωνήεντα Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 16. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές, Α
όμοιος με ψόφο, αυτός που παράγει υπόκωφο ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (Ι) «ήχος, κρότος» + -ειδής].