ψυχρία
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἡ, chilliness; metaph. of rhetoric, frigidity, Chrysipp.Stoic.3.50, cf. Plu.Alex. 3.
German (Pape)
[Seite 1404] ἡ, Kälte, Frostigkeit, Plut. stoic. repugn. 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 froid;
2 froideur.
Étymologie: ψυχρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχρία -ας, ἡ [ψυχρός] koude; overdr. zouteloosheid, flauwheid.
Russian (Dvoretsky)
ψυχρία: ἡ
1 холод Plut.;
2 холодность, хладнокровие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρία: ἡ, ψῦχος, πάγος, Πλουτ. Ἀλέξ. 3, ἐπὶ ῥητορικῆς, ὁ αὐτ. 2. 1038F.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ ψυχρός
κρύο, ψύχρα
αρχ.μτφ. ψυχρολογία («ὡς ναυτιῶν ὑπὸ τῆς ἐκείνου ψυχρίας», Σχόλ. Αριστοφ.).