ωρόδεσμος

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

ὁ, Μ
σχοινί από πλεγμένα καλάμια σιταριού, με το οποίο έδεναν τα δεμάτια κατά το θέρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρεῖον «αποθήκη σιτηρών» + δεσμός.