внутренний
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
Russian > Greek
ἐνδιάθετος, ἐσωτερικός, εἰσωτερικός, εἴσω, ἔσω, μύχιος, μεσόγαιος, μέσαυλος, μέσσαυλος, ἔκτοθεν, ἐμφύλιος, χερσαῖος, οἰκεῖος