внутренний
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Russian > Greek
ἐνδιάθετος, ἐσωτερικός, εἰσωτερικός, εἴσω, ἔσω, μύχιος, μεσόγαιος, μέσαυλος, μέσσαυλος, ἔκτοθεν, ἐμφύλιος, χερσαῖος, οἰκεῖος