возмущаться
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
Russian > Greek
ἀγανακτέω, δυσχεραίνω, συνεξανίστημι, δεινολογέομαι, ἀτύζω, παρακινέω, σκανδαλίζω, μεγαίρω, δεινοπαθέω, ἄγαμαι, δεινός